Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γυμνάσια
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γυμνάσια τα [jimnásia] Ο40 : στρατιωτικές ασκήσεις: Θερινά / φθινοπωρινά ~. ~ του NATΟ. Mεγάλα ~ του στόλου. || (μτφ.): Kάνω ~ σε κπ., τον ταλαιπωρώ εκμεταλλευόμενος την αδυναμία που μου έχει: Mην του κάνεις ~!

[λόγ. πληθ. του αρχ. γυμνάσιον `σωματική άσκηση΄, ίσως με επίδρ. του ελνστ. γυμνασία ἡ `στρατιωτικές ασκήσεις΄]

[Λεξικό Κριαρά]
γυμνασία η.
  • Άσκηση, εξάσκηση:
    • καθ’ ημέραν εις την γυμνασίαν άπαγε (Κυνοσ. 59418).

[αρχ. ουσ. γυμνασία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γυμνασιακός -ή -ό [jimnasiakós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο γυμνάσιο: Θυμάται πάντα με συγκίνηση τα γυμνασιακά του χρόνια. Έχει γυμνασιακή μόρφωση.

[λόγ. γυμνάσι(ον) -ακός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γυμνασιάρχης ο [jimnasiárxis] Ο10 λόγ. κλητ. και γυμνασιάρχα θηλ. γυμνασιάρχης [jimnasiárxis] : βαθμός στην υπαλληλική ιεραρχία των καθηγητών της μέσης εκπαίδευσης, διευθυντής γυμνασίου: Ο ~ μας είναι πολύ αυστηρός. Tο γραφείο του γυμνασιάρχη είναι στον πρώτο όροφο.

[λόγ. γυμνά σι(ον) + -άρχης (πρβ. αρχ. γυμνασιάρχης `που επιβλέπει τη γυμναστική άσκηση΄)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γυμνασίαρχος ο [jimnasíarxos] Ο19 : επόπτης αθλητικών αγώνων, αυτός που επιβλέπει την ακριβή εφαρμογή των κανόνων στους αγώνες.

[λόγ. < αρχ. γυμνασίαρχος `επόπτης γυμναστηρίου΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες