Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γυμνάζω [jimnázo] -ομαι Ρ2.1 : 1. υποβάλλω κπ. σε κατάλληλες σωματικές ασκήσεις, αποβλέποντας κυρίως σε μια σύμμετρη και αρμονική ανάπτυξη του σώματός του: Ο γυμναστής γυμνάζει τους μαθητές. Γυμνάζεται καθημερινά για να διατηρείται σε καλή φόρμα. Δε γυμνάζεσαι καθόλου τώρα τελευταία. Έχει πολύ γυμνασμένο σώμα. ANT αγύμναστο. || (στρατ.) υποβάλλω σε γυμνάσια. 2. εκπαιδεύω κπ., τον υποβάλλω σε επιλεγμένες ασκήσεις που υποβοηθούν την ανάπτυξη συγκεκριμένων ικανοτήτων του: ~ το σκυλί. H μνήμη αναπτύσσεται, όταν γυμνάζεται από την τρυφερή ηλικία / από την παιδική ηλικία.
[λόγ. < αρχ. γυμνάζω `ασκώ γυμνούς, ασκώ΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- γυμνάζω.
-
- Εξασκώ κάπ. σε κ.:
- (Σπαν. A 174).
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = ασκημένος σε κ., έμπειρος:
- πολέμου γυμνασμένους (Διγ. Gr. 1591).
[αρχ. γυμνάζω. Η λ. και σήμ.]
- Εξασκώ κάπ. σε κ.: