Παράλληλη αναζήτηση
16 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γυμνά, επίρρ.
-
- Απλά· σαφώς:
- άρχισαν γυμνά να συντυχαίνουν (Θησ. ΙΒ´ [841]).
[<επίθ. γυμνός. Η λ. και σήμ.]
- Απλά· σαφώς:
- γυμνάζω [jimnázo] -ομαι Ρ2.1 : 1. υποβάλλω κπ. σε κατάλληλες σωματικές ασκήσεις, αποβλέποντας κυρίως σε μια σύμμετρη και αρμονική ανάπτυξη του σώματός του: Ο γυμναστής γυμνάζει τους μαθητές. Γυμνάζεται καθημερινά για να διατηρείται σε καλή φόρμα. Δε γυμνάζεσαι καθόλου τώρα τελευταία. Έχει πολύ γυμνασμένο σώμα. ANT αγύμναστο. || (στρατ.) υποβάλλω σε γυμνάσια. 2. εκπαιδεύω κπ., τον υποβάλλω σε επιλεγμένες ασκήσεις που υποβοηθούν την ανάπτυξη συγκεκριμένων ικανοτήτων του: ~ το σκυλί. H μνήμη αναπτύσσεται, όταν γυμνάζεται από την τρυφερή ηλικία / από την παιδική ηλικία.
[λόγ. < αρχ. γυμνάζω `ασκώ γυμνούς, ασκώ΄]
- γυμνάζω.
-
- Εξασκώ κάπ. σε κ.:
- (Σπαν. A 174).
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = ασκημένος σε κ., έμπειρος:
- πολέμου γυμνασμένους (Διγ. Gr. 1591).
[αρχ. γυμνάζω. Η λ. και σήμ.]
- Εξασκώ κάπ. σε κ.:
- γυμνάσια τα [jimnásia] Ο40 : στρατιωτικές ασκήσεις: Θερινά / φθινοπωρινά ~. ~ του NATΟ. Mεγάλα ~ του στόλου. || (μτφ.): Kάνω ~ σε κπ., τον ταλαιπωρώ εκμεταλλευόμενος την αδυναμία που μου έχει: Mην του κάνεις ~!
[λόγ. πληθ. του αρχ. γυμνάσιον `σωματική άσκηση΄, ίσως με επίδρ. του ελνστ. γυμνασία ἡ `στρατιωτικές ασκήσεις΄]
- γυμνασία η.
-
- Άσκηση, εξάσκηση:
- καθ’ ημέραν εις την γυμνασίαν άπαγε (Κυνοσ. 59418).
[αρχ. ουσ. γυμνασία]
- Άσκηση, εξάσκηση:
- γυμνασιακός -ή -ό [jimnasiakós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο γυμνάσιο: Θυμάται πάντα με συγκίνηση τα γυμνασιακά του χρόνια. Έχει γυμνασιακή μόρφωση.
[λόγ. γυμνάσι(ον) -ακός]
- γυμνασιάρχης ο [jimnasiárxis] Ο10 λόγ. κλητ. και γυμνασιάρχα θηλ. γυμνασιάρχης [jimnasiárxis] : βαθμός στην υπαλληλική ιεραρχία των καθηγητών της μέσης εκπαίδευσης, διευθυντής γυμνασίου: Ο ~ μας είναι πολύ αυστηρός. Tο γραφείο του γυμνασιάρχη είναι στον πρώτο όροφο.
[λόγ. γυμνά σι(ον) + -άρχης (πρβ. αρχ. γυμνασιάρχης `που επιβλέπει τη γυμναστική άσκηση΄)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- γυμνασίαρχος ο [jimnasíarxos] Ο19 : επόπτης αθλητικών αγώνων, αυτός που επιβλέπει την ακριβή εφαρμογή των κανόνων στους αγώνες.
[λόγ. < αρχ. γυμνασίαρχος `επόπτης γυμναστηρίου΄]
- γυμνάσιο το [jimnásio] Ο40 : 1. τα τρία πρώτα χρόνια της δευτεροβάθμιας γενικής εκπαίδευσης: Πηγαίνει ακόμη στο ~. Tελείωσε το ~. Tο εξατάξιο ~ έχει καταργηθεί. 2. το κτίριο του γυμνασίου.
[λόγ. αντδ. < γερμ. Gymnasium (στη νεότ. σημ.) < λατ. gymnasium < αρχ. γυμνάσιον `σωματική άσκηση, τόπος γυμναστικής, που ανήκει σε σχολείο φιλοσοφίας (από τον τόπο συγκέντρωσης)΄]
- γυμνασιοκόριτσο το [jimnasiokóritso] Ο41 : μαθήτρια γυμνασίου, κορίτσι που φοιτά στο γυμνάσιο.
[γυμνάσι(ο) -ο- + κορίτσ(ι) -ο]