Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γυαλιστερός -ή -ό [jalisterós] Ε1 : που γυαλίζει, που λάμπει, που έχει γυαλάδα: Γυαλιστερό ύφασμα. Γυαλιστερά μαλλιά. Γυαλιστερό πάτωμα.
[γυαλισ- (γυαλίζω) -τερός]