Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γυαλίζω [jalízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. τρίβω μια επιφάνεια, συνήθ. αφού την έχω αλείψει με βερνίκι, για να την κάνω στιλπνή και λαμπερή: ~ τα παπούτσια, τα λουστράρω. Tο βερνίκι βάφει, γυαλίζει και συντηρεί το δέρμα των παπουτσιών. ~ τα ασημικά / τα μπακίρια. Tο πάτωμα ήταν γυαλισμένο. 2. για κτ. που εκπέμπει λάμψη ή απλώς έχει κάποια γυαλάδα: Kάτι γυαλίζει εκεί κάτω. Οι βρεγμένες στέγες γυάλιζαν μες στον ήλιο. Mικρές σταγόνες γυάλιζαν πάνω στα φύλλα. || Γυάλιζαν τα μάτια του, από πυρετό, οινοποσία κτλ. ΦΡ γυαλίζει το μάτι του, από υπερβολική επιθυμία για κτ. ή γιατί είναι τρελός. || για ένδειξη καλής υγείας, νεότητας και ομορφιάς: Πάχυνε και γυάλισε το πρόσωπό της. 3. (μτφ., λαϊκ.) δελεάζω κπ., συνήθ. δείχνοντάς του χρήματα: Tου γυάλισα ένα κατοστάρικο και μου ΄κανε τη δουλειά. ΦΡ ~ σε κπ. / μου γυαλίζει κάποιος, εντυπωσιάζω ή με εντυπωσιάζει κάποιος και τον επιθυμώ: Tου γυάλισε η μικρή. 4. (παθ.) καθρεφτίζομαι: Όλη μέρα γυαλίζεται, κοιτάζεται στον καθρέφτη. Γυαλίστηκε στο τζάμι της βιτρίνας.
[μσν. γυαλίζω < ελνστ. ὑαλίζω ( [ia > ja] σύγκρ. γιατρός)]