Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γυαλάκιας
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γυαλάκιας ο [jalákas] Ο4 πληθ. γυαλάκηδες : (ειρ.) αυτός που φοράει γυαλιά.

[γυαλ(ί) -άκιας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες