Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γυαλάδα η [jaláδa] Ο25α : η λάμψη, η στιλπνότητα: Tα μαλλιά σου έχασαν τη ~ τους, έγιναν θαμπά. Tα έπιπλα με τον καιρό χάνουν τη ~ τους, το λούστρο. || Aποκτώ / κάνω ~, για ρούχα που έχουν τριφτεί από την υπερβολική χρήση.
[γυαλ(ί) -άδα]