Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γυάλα η [jála] Ο25α : 1. μεγάλο γυάλινο πλατύστομο δοχείο: Πάνω στο τραπέζι ήταν μια ~ με χρυσόψαρα. Aγόρασα μεγαλύτερη ~. 2. (οικ.) θερμοκοιτίδα. ΦΡ (βάζω κπ.) στη ~, για υπερπροστασία. μεγάλωσε στη ~, χωρίς να έρθει σε επαφή με τους υπαρκτούς σωματικούς, ψυχικούς ή ηθικούς κινδύνους.
[γυαλ(ί) μεγεθ. -α]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γυαλάδα η [jaláδa] Ο25α : η λάμψη, η στιλπνότητα: Tα μαλλιά σου έχασαν τη ~ τους, έγιναν θαμπά. Tα έπιπλα με τον καιρό χάνουν τη ~ τους, το λούστρο. || Aποκτώ / κάνω ~, για ρούχα που έχουν τριφτεί από την υπερβολική χρήση.
[γυαλ(ί) -άδα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γυαλάδικο το [jaláδiko] Ο41 : (προφ.) υαλοπωλείο.
[γυαλ(ί) -άδικο]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γυαλάκιας ο [jalákas] Ο4 πληθ. γυαλάκηδες : (ειρ.) αυτός που φοράει γυαλιά.
[γυαλ(ί) -άκιας]