Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γρόσι το [γrósi] Ο44 : νόμισμα, το 1/100 της τουρκικής ή της αιγυπτιακής λίρας. || (πληθ., παρωχ.) τα χρήματα, η περιουσία.
[μσν. γρόσι(ν) < ιταλ. αρσ. grosso, πληθ. grossi που θεωρήθηκε ουδ. εν.]
[Λεξικό Κριαρά]
- γρόσιν το· γρόσι· πληθ. γρισία· γροχία.
-
- 1) Ασημένιο νόμισμα ευρωπαϊκών κρατών·
- α) της Κύπρου:
- Το γρόσιν το αργυρόν έξαζεν καρτζά κδ´ (Μαχ. 7616)·
- β) της Βενετίας:
- υπέρπυρα είκοσι και γρόσια τρία (Διαθ. Ακοτ. 147)·
- γ) (προκ. για το μέταλλο):
- όλα τα γρόσια εμαύρισαν (Διήγ. πανωφ. 58).
- α) της Κύπρου:
- 2) Νομισματική (λογιστική) μονάδα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Λιάτα 1996: 105):
- θέλει να έλθει το γρόσι από ογδόντα (ενν. άσπρα) (Συναδ. φ. 72v).
[<βεν. grosso. Τ. ‑ιον στο Du Cange App. (γρώ‑)· βλ. και LBG. Ο τ. στο Somav. (λ. μονέδα) και σήμ. Η λ. και σήμ. κυπρ.]
- 1) Ασημένιο νόμισμα ευρωπαϊκών κρατών·