Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γρούτα η.
-
- Χυλός από αλεύρι:
- βλησκούνιν εις την γρούταν (Προδρ. II 42-1 χφ H κριτ. υπ).
[<μεσν. λατ. grutum. Η λ. τον 11. αι. (LBG), στο Meursius και σήμ. κυπρ. και ποντ. (Andr., λ. ‑η, ΙΛ)]
- Χυλός από αλεύρι:
[Λεξικό Κριαρά]
- γρουτάρης ο.
-
- Πωλητής (πλανόδιος) μικρής αξίας πραγμάτων, ψιλικών, μικροπωλητής:
- εγίνην γρουτάρης και εγύριζεν εις τα χωρία (Μαχ. 8624 χφ O κριτ. υπ).
[<ουσ. γρουτάρης (σχόλ., L‑S Suppl., DGE) <αρχ. γρύτη + κατάλ. ‑άρης· πβ. και μεσν. λατ. grutarius (Du Cange, Lat., λ. grutum). Η λ. και σήμ. κυπρ. (Andr., λ. ‑ι(ο)ς, ΙΛ)]
- Πωλητής (πλανόδιος) μικρής αξίας πραγμάτων, ψιλικών, μικροπωλητής: