Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γρονθοκοπώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γρονθοκοπώ [γronθοkopó] -ιέμαι & γροθοκοπώ [γroθokopó] -ιέμαι Ρ10.1 : 1. χτυπώ κπ. με γροθιές: Tον γρονθοκόπησαν άσχημα. Έκλαιγε και γροθοκοπούσε το στήθος του. 2. (μτφ., παθ.) για κτ. που βρίσκεται σε αντίφαση με κτ. άλλο: H μια θεωρία γρονθοκοπούσε την άλλη.

[λόγ. < ελνστ. γρονθοκοπῶ· μσν. γροθοκοπώ < ελνστ. γρονθοκοπῶ (δες στο γροθιά)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες