Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γροθιά η [γroθxá] Ο24 : 1. το χέρι με κλεισμένα σφιχτά τα δάχτυλα: Έσφιξε τις γροθιές του με πείσμα. Xτύπησε θυμωμένος τη ~ του στο τραπέζι. Xαιρετούσαν με υψωμένες τις γροθιές, σύμβολο αγωνιστικότητας. || Σιδερένια γροθιά, απομίμηση γροθιάς από μέταλλο, που χρησιμοποιείται για επιθετικούς σκοπούς. 2. χτύπημα με γροθιά: Tου ΄δωσε μια ~ στα μούτρα / στο στομάχι. Tον άρχισε ξαφνικά στις γροθιές. Έφαγα μια ~. (έκφρ.) ~ στο στομάχι, για κτ. που μας σοκάρει, που μας συγκλονίζει και μας αφυπνίζει. παίζω* γροθιές. ΦΡ βαράω* γροθιές στο μαχαίρι.
[μσν. γροθιά < γρόθ(ος) (< ελνστ. γρόνθος `πυγμή΄ με αφομ. [nθ > θθ] και απλοπ. του διπλού συμφ. [θθ > θ] ) -ιά, επίθημα που δηλώνει χτύπημα, πρβ. μπουνιά]
[Λεξικό Κριαρά]
- γροθιά η· γροθέα.
-
- Γρονθοκόπημα, μπουνιά:
- τους μεν γροθέας έκρουεν (Διγ. Esc. 697).
[<ουσ. γρόθος + κατάλ. ‑ιά. Ο τ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. Τ. ‑ία στο Meursius (‑θθ‑). Η λ. στο Du Cange (λ. γρόθος) και σήμ.]
- Γρονθοκόπημα, μπουνιά: