Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γρηγοροσύνη η· γληγοροσύνη.
-
- Γρηγοράδα, σβελτάδα:
- τον ελέγανε Αστροπή από τη γληγοροσύνη του (Χρον. σουλτ. 4126).
[<επίθ. γρήγορος + κατάλ. ‑σύνη. Ο τ. και η λ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ, λ. ‑ρω‑)]
- Γρηγοράδα, σβελτάδα: