Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γρεναδιέρος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γρεναδιέρος ο [γrenaδjéros] Ο18 : επίλεκτος στρατιώτης του παλαιού γαλλικού στρατού.

[λόγ. < γαλλ. grenadier -ος (ορθογρ. δαν.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες