Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γραφτό το [γraftó] Ο38 : (οικ.) το πεπρωμένο, το μοιραίο, αυτό που προδιαγράφει η μοίρα: Ήταν ~ του να πεθάνει νέος. Mην κλαίς· ήταν ~ να γίνει ό,τι έγινε.
[μσν. γραπτόν (με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ) ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. γραπτός `γραμμένος΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- γραφτός, επίθ.,
- βλ. γραπτός.