Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γραφολογικός -ή -ό [γrafolojikós] Ε1 : που αναφέρεται στη γραφολογία: Γραφολογική εξέταση.
[λόγ. < γαλλ. graphologique < grapholog(ie) = γραφολογ(ία) -ique = -ικός]