Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γραφικός, επίθ.
-
- 1) Κατάλληλος, αρμόδιος για γράψιμο:
- εκρέμασα … τον γραφικόν μου κάλαμον (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 22327‑8).
- 2) Που σχετίζεται με τα γράμματα, με τη μόρφωση:
- γραφικάς παιδεύσεις (Ερμον. 429).
[αρχ. επίθ. γραφικός. Η λ. και σήμ.]
- 1) Κατάλληλος, αρμόδιος για γράψιμο:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γραφικός 1 -ή -ό [γrafikós] Ε1 : α. που σχετίζεται με τη γραφή: Γραφική ύλη, ό,τι χρειάζεται κανείς για το γράψιμο, μολύβι, χαρτί κτλ. ~ χαρακτήρας, τα ιδιαίτερα γνωρίσματα που έχει κάθε άνθρωπος στο γράψιμο ως παράσταση γραφικών συμβόλων. Kάνει γραφική δουλειά. || (ως ουσ.) τα γραφικά, γραφική ύλη. β. που αναπαριστά με γραμμές: H γραφή είναι ο τρόπος της μεταγραφής των λέξεων μέσο ενός γραφικού συστήματος που ονομάζεται «αλφάβητο». H ποικιλία των τονικών σημείων είναι αποκλειστικά και μόνο γραφική και δεν επηρεάζει καθόλου την προφορά. || (μαθημ.): Γραφική παράσταση εξισώσεως / ανύσματος, διάγραμμα που αναπαριστά τη σχέση ανάμεσα σε δύο μεταβλητές ποσότητες. || Γραφικές τέχνες, σύνολο σχεδιαστικών και εκτυπωτικών διαδικασιών που έχουν καλλιτεχνικό στόχο. || (ως ουσ.) τα γραφικά, σχέδια, συνήθ. όταν εισάγονται σε ένα κείμενο: Bιβλίο με ωραία γραφικά. Kάρτα* γραφικών.
[λόγ. < ελνστ. γραφικός `περιγραφικός΄ & αρχ. γραφικός `του γραψίματος΄ & γαλλ. graphique < ελνστ. γραφικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γραφικός 2 -ή -ό : που είναι όμορφος, χαριτωμένος και ξεχωριστός, έτσι που προσφέρεται για ζωγραφική απεικόνιση: Γραφικό τοπίο. Aντίκρισα από το πλοίο τα γραφικά σπιτάκια της Ύδρας. Γραφικοί ψαράδες. || ~ τύπος, για άνθρωπο με ιδιόρρυθμη εμφάνιση ή συμπεριφορά, που τον κάνει λίγο ή πολύ ευχάριστο ή συμπαθή.
γραφικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. γραφικός `περιγραφικός, ζωηρός΄ σημδ. ιταλ. pittoresco & γαλλ. pittoresque (δες γράφω)]