Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γραφειοκρατικός -ή -ό [γrafiokratikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη γραφειοκρατία: Γραφειοκρατικές διαδικασίες.
γραφειοκρατικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. γραφειοκράτ(ης) -ικός μτφρδ. γαλλ. bureaucratique (-ique = -ικός)]