Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γραφειοκρατία η [γrafiokratía] Ο25 : 1. σύστημα διεκπεραίωσης των δημόσιων κυρίως υποθέσεων, στο οποίο κυριαρχούν οι περιττές ενέργειες που επιβραδύνουν την όλη διαδικασία: H πάταξη της γραφειοκρατίας είναι πρωταρχικός στόχος της κυβερνήσεως. H γλώσσα της γραφειοκρατίας, απρόσωπο γλωσσικό ύφος που χρησιμοποιείται κατά κανόνα από γραφειοκράτες. 2. προσήλωση στους τύπους.
[λόγ. γραφεί(ον) -ο- + -κρατία μτφρδ. γαλλ. bureaucratie (-cratie = -κρατία)]