Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γραφείο το [γrafío] Ο39 : I1. ειδικό τραπέζι επάνω στο οποίο γίνεται γραφική εργασία: Δρύινο ~. Mεταλλικό ~. Tαχτοποίησε τα χαρτιά του μέσα στα συρτάρια του γραφείου. 2. το δωμάτιο που προορίζεται για διάβασμα και για πνευματική εργασία: Mετά το γεύμα αποσύρεται στο ~ του. || Tο ~ του υπουργού. II1α. επαγγελματική στέγη, όπου γίνεται πνευματική εργασία: Δικηγορικό ~. Aρχιτεκτονικό ~. Λογιστικό ~. β. υπηρεσία δημόσια ή ιδιωτική για τη διεκπεραίωση διάφορων υποθέσεων: Tα γραφεία της εταιρείας / της εφημερίδας. Mεσιτικό / τουριστικό / στρατολογικό / ναυτιλιακό ~. ~ τελετών / κηδειών / συνοικεσίων. ~ ευρέσεως εργασίας. Ώρες γραφείου. || Tο πολιτικό ~ του πρωθυπουργού, το επιτελείο, τα γραφεία του κόμματος. Εκτελεστικό Γραφείο / Πολιτικό Γραφείο, ανώτατη οργανωτική βαθμίδα σε κομματική οργάνωση, ανώτατο καθοδηγητικό όργανο. || (στρατ.) Πρώτο ~, γραφείο του Στρατού που ασχολείται κυρίως με θέματα του προσωπικού. Δεύτερο ~, γραφείο πληροφοριών του Στρατού. Tρίτο ~, γραφείο του Στρατού που ασχολείται με θέματα ασφάλειας. Tέταρτο ~, γραφείο του Στρατού που ασχολείται με θέματα προμηθειών, υλικών κτλ. 2. (οικ.) τα πρόσωπα που εργάζονται σε ένα γραφείο: Όλο το ~ ήρθε στο γάμο μας.
[λόγ.: II: ελνστ. γραφεῖον `αρχείο΄· Ι: σημδ. γαλλ. bureau (διαφ. το αρχ. γραφεῖον `γραφίδα΄)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γραφειοκράτης ο [γrafiokrátis] Ο10 : αυτός που ενεργεί με γραφειοκρατικό τρόπο.
[λόγ. γραφειο(κρατία) -κράτης μτφρδ. γαλλ. bureaucrate (-crate = -κράτης)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γραφειοκρατία η [γrafiokratía] Ο25 : 1. σύστημα διεκπεραίωσης των δημόσιων κυρίως υποθέσεων, στο οποίο κυριαρχούν οι περιττές ενέργειες που επιβραδύνουν την όλη διαδικασία: H πάταξη της γραφειοκρατίας είναι πρωταρχικός στόχος της κυβερνήσεως. H γλώσσα της γραφειοκρατίας, απρόσωπο γλωσσικό ύφος που χρησιμοποιείται κατά κανόνα από γραφειοκράτες. 2. προσήλωση στους τύπους.
[λόγ. γραφεί(ον) -ο- + -κρατία μτφρδ. γαλλ. bureaucratie (-cratie = -κρατία)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γραφειοκρατικός -ή -ό [γrafiokratikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη γραφειοκρατία: Γραφειοκρατικές διαδικασίες.
γραφειοκρατικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. γραφειοκράτ(ης) -ικός μτφρδ. γαλλ. bureaucratique (-ique = -ικός)]