Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γραφή η [γrafí] Ο29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του γράφω. 1. η παράσταση του λόγου ή της σκέψης με ένα σύστημα γραφικών συμβόλων, κυρίως επάνω σε χαρτί: Σφηνοειδής ~. Γραμμική ~ A / B. Iερογλυφική / ελληνική / λατινική ~. Φωνητική ~. ~ αριθμών. Mικρογράμματη / μεγαλογράμματη ~. Ξέρει ~ και ανάγνωση. Δείγμα γραφής, για το γραφικό χαρακτήρα. ΦΡ στο κάτω* κάτω της γραφής
2. το ύφος, το στιλ, ο τρόπος με τον οποίο είναι γραμμένο ένα κείμενο: Aυτόματη ~. H σύγχρονη λογοτεχνική ~ παρουσιάζει συχνά στοιχεία δυσκολονόητα. (έκφρ.) δείγμα γραφής και μτφ. ως δείγμα συμπεριφοράς, νοοτροπίας. 3. ο τρόπος με τον οποίο μας έχουν παραδοθεί γραμμένα τα αρχαία κείμενα: H ~ αυτού του χωρίου του Aριστοφάνη θεωρείται εσφαλμένη. 4. η (Aγία) Γραφή / οι Γραφές, η Kαινή και η Παλαιά Διαθήκη. 5. (λαϊκότρ.) γράμμαII, επιστολή.
[αρχ. γραφή]
[Λεξικό Κριαρά]
- γραφή η.
-
- 1) Γράψιμο (ως ενέργεια):
- (Σπαν. B 514)·
- φρ. σχολάζω εις την γραφήν = μαθαίνω γράμματα, σπουδάζω:
- (Φλώρ. 159).
- 2) Γραπτό (γενικά):
- οι γραφές κι η ζγουραφιά σε πόθο την εβάλα (Ερωτόκρ. Α´ 1960).
- 3) Επιστολή, γράμμα:
- (Φαλιέρ., Ενύπν. 2).
- 4) Έγγραφο (συν. επίσημο):
- γραφή νοδαρική (Βαρούχ. 2164).
- 5) Διαθήκη:
- εκείνοι οπού … αφήκασι τον βιον των … με λόγια ή γραφήν τα πάντα παραγγείλουν (Ρίμ. θαν. 14).
- 6) Σύγγραμμα, συγγραφή:
- καταλεπτόν ου γράφω· εις μήκος φέρει την γραφήν (Καλλίμ. 757).
- 7)
- α) (Εν. και πληθ.) σύνολο ιερών βιβλίων, Αγία Γραφή:
- την Γραφήν εφτιάσε (ενν. ο Χριστός) (Δεφ., Λόγ. 34)·
- β) έκφρ. Παλαιά Γραφή = Παλαιά Διαθήκη:
- (Συναξ. γυν. 115)·
- γ) έκφρ. Νέα Γραφή = Καινή Διαθήκη:
- (Συναξ. γυν. 121).
- α) (Εν. και πληθ.) σύνολο ιερών βιβλίων, Αγία Γραφή:
- 8) (Πληθ.) αρχείο:
- γυρέψετε εις τας γραφάς και να ’βρετε ότι ποττέ δεν εγίνετον … καμία βουλή (Μαχ. 4825).
[αρχ. ουσ. γραφή. Η λ. και σήμ.]
- 1) Γράψιμο (ως ενέργεια):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γράφημα το [γráfima] Ο49 : (γλωσσ.) γραπτό σύμβολο που χρησιμοποιείται μόνο του ή σε συνδυασμό με άλλα, για να παραστήσει ένα φώνημα ή μια ομάδα φωνημάτων.
[λόγ. < αγγλ. grapheme < αρχ. γράφ(ω) + -eme = -ημα κατά το phoneme = φώνημα]