Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γραφέας ο [γraféas] Ο21 : κατώτερος υπαλληλικός βαθμός στη δημοσιοϋπαλληλική ιεραρχία: Tον προσέλαβαν ως γραφέα. Γυναίκα ~. || ειδικότητα στο στρατό: Yπηρέτησε ως ~.
[λόγ. < αρχ. γραφεύς, αιτ. -έα]