Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γρασαδόρος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γρασαδόρος ο [γrasaδóros] Ο18 : εργαλείο με το οποίο γίνεται το γρασάρισμα των μηχανών. || υποδοχή για την τοποθέτηση του γράσου. γρασαδοράκι το YΠΟKΟΡ.

[γράσ(ο) -αδόρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες