Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γρασάρω [γrasáro] -ομαι Ρ6 : λιπαίνω με γράσο· λιπαίνω1: Πρέπει να γρασάρουμε λίγο τη μηχανή.
[ιταλ. ingrassa r(e) -ω με αποβ. του αρχικού άτ. φων. ή γράσ(ο) -άρω]