Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γρασάρισμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γρασάρισμα το [γrasárizma] Ο49 : η ενέργεια του γρασάρω· λίπανση.

[γρασαρισ- (γρασάρω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες