Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γραπώνω [γrapóno] -ομαι Ρ1 : 1. αρπάζω κπ. ή κτ. με τρόπο βίαιο και απότομο: Tον γράπωσε από το λαιμό / από το γιακά. Γραπώθηκε από το κάγκελο. || Kάποια μέρα θα τον γραπώσει η αστυνομία, θα τον συλλάβει. 2. (μτφ., παθ.) προσπαθώ με κάθε τρόπο να διατηρήσω κτ. που είναι για μένα πολύτιμο, απαραίτητο: Γραπώθηκε από τη ζωή με νύχια και με δόντια.
[*γράπ(α) -ώνω < ιταλ. grappa `έλασμα που κρατάει ενωμένα αρχιτ. τμήματα΄]