Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γραπτός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
γραπτός, επίθ.· γραφτός.
  • Γραμμένος· καταταγμένος θεληματικά (πβ. γράφω ΙΙ):
    • της ήμουνε γραφτός δούλος, αμμ’ όχι αγοραστός (Αγν., Ποιήμ. Α´ 5).
  • Το ουδ. ως ουσ. =
    • 1) Διάταγμα, διακήρυξη:
      • Ό ουν ακούσῃ το γραπτόν κι απανταχού κηρύξαι (Αξαγ., Κάρολ. Ε´ 1335).
    • 2) (Στον τ. γραφτόν) ό,τι ορίζει η μοίρα, ριζικό, πεπρωμένο:
      • έναι γραφτόν μου ότι ποτέ δεμ μέλλει, ώστε να ζήσω να χαρώ γελώντα (Κυπρ. ερωτ. 934).

[αρχ. επίθ. γραπτός. Η λ. και ο τ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γραπτός -ή -ό [γraptós] Ε1 : 1. για το λόγο ή για τη σκέψη που αποδίδεται με ένα σύστημα γραφικών συμβόλων. ANT προφορικός: ~ λόγος. Γραπτές εξετάσεις. Γραπτή βαθμολογία. Tου έδωσε γραπτές οδηγίες. Γραπτές εγγυήσεις / συμφωνίες / συστάσεις. Γραπτή παράδοση. Γραπτά μνημεία. Tην αναφορά μου του την έδωσα γραπτή. || ~ νόμος. ANT άγραφος. || (αρχαιολ.) που έχει ζωγραφική παράσταση: Οι γραπτές στήλες των Παγασών. 2. (ως ουσ.) α. το γραπτό, η κόλα με τη γραπτή εξέταση διαγωνιζομένου: Έχω να διορθώσω πολλά γραπτά. Έκανε αναθεώρηση στο γραπτό του. Έδωσε ένα πολύ καλό γραπτό. β. τα γραπτά: β1. τα γραπτά κείμενα: Οι ανατομικές γνώσεις στηρίζονται στα γραπτά του Γαληνού. (έκφρ.) τα γραπτά μένουν, ό,τι γράφεται δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, σε αντίθεση με ό,τι απλώς λέγεται: Tα λόγια πετούν, τα γραπτά μένουν. β2. οι γραπτές εξετάσεις: Aν αποτύχεις στα γραπτά, δεν μπορείς να πας στα προφορικά. γραπτώς & γραπτά ΕΠIΡΡ: Nα μας απαντήσετε ~.

[λόγ. < αρχ. γραπτός· λόγ. γραπτ(ός) -ώς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες