Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γρανιτένιος -α -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γρανιτένιος -α -ο [γraniténos] Ε4 : που είναι από γρανίτη: Γρανιτένια πατώματα. || (μτφ.): Γρανιτένια θέληση, πάρα πολύ μεγάλη.

[λόγ. γρανί τ(ινος) μεταπλ. -ένιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες