Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γρανιτένιος -α -ο [γraniténos] Ε4 : που είναι από γρανίτη: Γρανιτένια πατώματα. || (μτφ.): Γρανιτένια θέληση, πάρα πολύ μεγάλη.
[λόγ. γρανί τ(ινος) μεταπλ. -ένιος]