Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γρανίτης ο [γranítis] Ο10 : 1. εξαιρετικά σκληρό εκρηξιγενές πέτρωμα: Πλάκες από γρανίτη. 2. (μτφ.) σύμβολο σκληρότητας, διάρκειας ή αντοχής.
[λόγ. < γαλλ. gran(ite) -ίτης < ιταλ. granito]