Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γραμμωτός -ή -ό [γramotós] Ε1 : που έχει γραμμές ή ραβδώσεις· ραβδωτός: Γραμμωτό χαρτί. || (ανατ.) ~ μυς, καθένας από τους μυς που χρησιμεύουν στην κίνηση του σκελετού.
[λόγ. γραμμ(ή) -ωτός]