Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γραμμομόριο το [γramomório] Ο40 : (χημ.) ποσότητα μάζας μιας χημικής ένωσης (σε γραμμάρια) ίση με το μοριακό της βάρος· μολ.
[λόγ. γραμμο- 2 + μόριον μτφρδ. γαλλ. molécule-gramme]