Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γραμματοκομιστής ο [γramatokomistís] Ο7 : (παρωχ.) πρόσωπο που μετέφερε και παρέδιδε προσωπικά σε κπ. ένα γράμμα.
[λόγ. < ελνστ. γραμματοκομιστής]
[Λεξικό Κριαρά]
- γραμματοκομιστής ο.
-
- Ταχυδρόμος:
- πολλούς γραμματοκομιστάς ο Λεοντάρης απέστειλε προς τον βασιλέα (Ψευδο-Σφρ. 2527).
[μτγν. ουσ. γραμματοκομιστής (DGE· βλ. και LBG)]
- Ταχυδρόμος: