Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γραμματοκιβώτιο το [γramatokivótio] Ο40 : α. ειδικό, συνήθ. μεταλλικό, κουτί αναρτημένο σε διάφορα σημεία της πόλης ή έξω από το ταχυδρομείο, στο οποίο ρίχνουμε επιστολές ή έντυπα που θέλουμε να ταχυδρομήσουμε. β. αντίστοιχο κουτί στην είσοδο των σπιτιών, στο οποίο ο ταχυδρόμος ρίχνει τις επιστολές που απευθύνονται στους ενοίκους.
[λόγ. γραμματο-2 + κιβώτιον μτφρδ. γαλλ. boîte aux lettres ή γερμ. Briefkasten]