Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γραμματικός ο.
-
- 1) Γραμματοδιδάσκαλος:
- έχουν το οι γραμματικοί και πάντες οι σκουφάδες (Διήγ. παιδ. 403).
- 2) Γραμματέας:
- καθίσω, γράψω … πρόσταγμαν με τας χείρας μου και μη γραμματικού μου (Καλλίμ. 2298)·
- Όρισε πάλι Αλέξανδρος γραμματικόν και κράζουν και διαθήκην έκαμε (Αλεξ. 2817).
[αρχ. ουσ. γραμματικός. Η λ. και σήμ.]
- 1) Γραμματοδιδάσκαλος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γραμματικός 1 -ή -ό [γramatikós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στα γράμματαI2: Δεν έχει γραμματικές γνώσεις. || (ως ουσ.) ο γραμματικός, ονομασία των φιλολόγων της Aλεξανδρινής εποχής. 2. (ως ουσ., λαϊκότρ.) ο γραμματικός, γραμματέας.
[1: λόγ. < ελνστ. γραμματικός, αρχ. σημ.: `που γνωρίζει τα γράμματα΄· 2: γραμματ- (γράμμα) -ικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γραμματικός 2 -ή -ό : που ανήκει ή που αναφέρεται στη γραμματική: Γραμματικοί κανόνες. Kάνει πολλά γραμματικά λάθη. Γραμματικό γένος, που αφορά τη μορφολογική κατάταξη των ονομάτων μιας γλώσσας και όχι τη φυσική πραγματικότητα. Γραμματική κατηγορία, το μέρος του λόγου. Γραμματικές λέξεις, σύνδεσμοι, προθέσεις, αντωνυμίες κτλ. Γραμματικές πληροφορίες, πληροφορίες που αφορούν τη μορφολογία των λέξεων.
[λόγ. γραμματ(ική) -ικός]