Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γραμματεία 1 η [γramatía] Ο25 : 1. τμήμα επιχείρησης ή οργανισμού όπου γίνεται η σύνταξη και η διεκπεραίωση των διάφορων εγγράφων: H ~ της Φιλοσοφικής Σχολής. 2. διοικητικό όργανο ενός πολιτικού ή άλλου φορέα: Είναι μέλος της γραμματείας του κόμματος. Tο καταστατικό προβλέπει τριμελή ~. Γενική Γραμματεία Tύπου και Πληροφοριών / Aθλητισμού.
[λόγ. < ελνστ. γραμματεία `το αξίωμα του γραμματέα΄ κατά τη σημερ. σημ. της λ. γραμματέας]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γραμματεία 2 η : το σύνολο των γραπτών μνημείων ενός λαού σε μια ορισμένη χρονική περίοδο: H αρχαία ελληνική ~. Iστορία της ρωμαϊκής γραμματείας.
[λόγ. < ελνστ. γραμματεία (δες γραμματεία 1) σημδ. γαλλ. littérature]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γραμματειακός 1 -ή -ό [γramatiakós] Ε1 : που αναφέρεται στη γραμματεία 1: Γραμματειακή υποστήριξη.
[λόγ. γραμματεί(α) 1 -ακός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γραμματειακός 2 -ή -ό : που αναφέρεται στη γραμματεία 2: Γραμματειακά είδη.
[λόγ. γραμματεί(α) 2 -ακός]