Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γραμματέας ο [γramatéas] Ο21 θηλ. γραμματέας [γramatéas] : 1. υπάλληλος επιφορτισμένος με τη σύνταξη εγγράφων, τη δακτυλογράφηση, την αλληλογραφία κτλ.: Σπούδασε σε ειδική σχολή αγγλομαθών γραμματέων. Ψάχνω για καινούρια γραμματέα. 2. βαθμός της υπαλληλικής ιεραρχίας: Ο Γενικός Γραμματέας του Πανεπιστημίου. Διετέλεσε ~ στην πρεσβεία του Λονδίνου. 3. ανώτατο αξίωμα σε ένα δημόσιο ή ιδιωτικό οργανισμό, σε ένα πολιτικό κόμμα, σε μια οργάνωση κτλ.: Γενικός Γραμματέας (της Kεντρικής Επιτροπής) του κόμματος. Γενικός Γραμματέας του υπουργείου. Ο Γραμματέας της Aκαδημίας Aθηνών. Ο Γενικός Γραμματέας των Hνωμένων Εθνών. || ΦΡ γραμματείς και φαρισαίοι*. 4. (ιστ.) ονομασία των υπουργών κατά την περίοδο της βασιλείας του Όθωνα.
[λόγ. < αρχ. γραμματεύς, αιτ. -έα `καταστιχογράφος΄ & σημδ. γαλλ. scribe, secrétaire· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]