Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γραμμάτιο το [γramátio] Ο40 : επίσημο έγγραφο με το οποίο ένα πρόσωπο, ο εκδότης, αναγνωρίζει χρηματική οφειλή προς κπ., την οποία υπόσχεται να εξοφλήσει μέσα σε ορισμένη ημερομηνία: Yπογράφω / πληρώνω ~. Έντοκα* γραμμάτια.
[λόγ. < ελνστ. γραμμάτιον `μικρή επιστολή, συμβόλαιο΄ (υποκορ. της λ. γράμμα) σημδ. γαλλ. billet]
[Λεξικό Κριαρά]
- γραμμάτιον το.
-
- Επιστολή:
- (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 1810)·
- δούναι το γραμμάτιον ρηγί (Πρέσβ. ιππ. 306).
[μτγν. ουσ. γραμμάτιον. Η λ. και σήμ. (‑ο)]
- Επιστολή: