Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γραμμάριο το [γramário] Ο40 : μονάδα βάρους, το ένα χιλιοστό του χιλιογράμμου, του κιλού. || ελάχιστη ποσότητα: Δεν πήρα / δεν πάχυνα ούτε ένα ~.
[λόγ. < μσν. γραμμάριον `βάρος δύο οβολών΄ υποκορ. του ελνστ. γράμμ(α) -άριον `γράμμα, βάρος δύο οβολών΄ < λατ. gramma < ελνστ. γράμμα (η σημ. `βάρος΄ δόθηκε στη λ. γράμμα από σφαλερή ταύτιση προς το λατ. scripulum `1/12 της ουγγιάς΄ (< scribo `γράφω΄)) σημδ. γαλλ. gramme < υστλατ. gramma]