Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γραβιέρα η [γravjéra] Ο25α : είδος σκληρού τυριού με κιτρινωπό χρώμα.
[ιταλ. groviera ( [o > a] από ορθογρ. παρανάγνωση;) < τοπων. Gruyère περιοχή της γαλλόφωνης Ελβετίας]