Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γραβάτα η [γraváta] Ο25 : στενόμακρη, ειδικά ραμμένη λωρίδα υφάσματος που δένεται γύρω από το λαιμό, περνώντας κάτω από το γιακά του πουκαμίσου, και που είναι συμπλήρωμα της ανδρικής ιδίως αμφίεσης: Mεταξωτή / μάλλινη ~. Aκριβή / φτηνή ~. Ο κόμπος της γραβάτας. Δεν έχει μάθει ακόμη να δένει τη ~ του.
[γαλλ. cravat(e) -α ή μέσω του ιταλ. cravatta `λαιμοδέτης των Κροατών΄ < εθν. Hrvat `Κροάτης΄ (ηχηροπ. [k > γ] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [tin-k > tiŋg > γ] )]