Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γρίφος ο [γrífos] Ο18 : 1. πνευματικό παιχνίδι, στο οποίο μια λέξη ή μια φράση παριστάνεται με εικόνες, σχήματα ή αριθμούς· είδος αινίγματος. 2. (μτφ.) καθετί περίπλοκο, δυσνόητο ή ακατανόητο: H υπόθεση αυτή είναι ένας ~. Για τον Kάφκα, ο κόσμος είναι ένας εφιαλτικός ~. Ο Γιάννης ήταν για μένα πάντα ένας ~, ήταν ακατανόητη η συμπεριφορά του, η νοοτροπία του. Mιλάει με γρίφους.
[λόγ. < αρχ. γρῖφος]