Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γρίλια η [γríla] Ο25α (συνήθ. πληθ.) : καθεμιά από τις λεπτές σανίδες που τοποθετούνται στα παντζούρια πλαγιαστά και κατά διαστήματα, για να αερίζεται και να φωτίζεται ο εσωτερικός χώρος, χωρίς να γίνεται ορατό το εσωτερικό του χώρου από έξω: Kρυφοκοίταζε μέσα από τις γρίλιες.
[βεν. (ή ιταλ.) griglia]