Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γρίβας
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γρίβας ο [γrívas] Ο3 : (λαϊκότρ.) το ψαρί άλογο.

[μσν. γρίβας ίσως < γοτθικό *grêwa `γκρίζος΄ ]

[Λεξικό Κριαρά]
γρίβας ο.
  • Άλογο που έχει χρώμα σταχτί, ψαρής:
    • εις ίππον γρίβαν επιβάς (Διγ. Z 3358).

[<παλαιότ. γερμ. *ghr‒æwaz. Η λ. στα Ιππιατρικά (LBG) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες