Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γρήγορα, επίρρ.· γλήγορα· γλήγορι· γλήγορις· εγλήγορα· εγρήγορα· ογλήγορα· ογρήγορα· συγκρ. γληγορύτερα· γληγορύτερο(ν)· ογληγορότερα· ογληγορύτερα· ογληγορύτερον.
-
- 1) Γρήγορα, βιαστικά, σε λίγο χρόνο:
- Δεν το ’λπιζα έτσι ογλήγορα να μου ξαλησμονήσεις! (Πανώρ. Α´ 300).
- 2) Το συγκρ. με το άρθρο το = όσο γίνεται πιο γρήγορα:
- να ’λθει το γληγορότερον εδώ (Ιστ. Βλαχ. 774).
[<επίθ. γρήγορος. Ο τ. γλή‑ στο Meursius και σήμ. ιδιωμ., καθώς και άλλοι τ. (ΙΛ). Η λ. και σήμ.]
- 1) Γρήγορα, βιαστικά, σε λίγο χρόνο:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γρηγοράδα η [γriγoráδa] Ο26 : η ιδιότητα του γρήγορου, ταχύτητα: Ήρθε με τη ~ της αστραπής.
[γρήγορ(ος) -άδα]
[Λεξικό Κριαρά]
- γρηγοράδα η· γληγοράδα· ογληγοράδα.
-
- Ταχύτητα, σβελτάδα:
- άλογον ομοιάζω, στην γληγοράδα (Αιτωλ., Μύθ. 1394).
[<επίθ. γρήγορος + κατάλ. ‑άδα. Οι τ. και σημ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]
- Ταχύτητα, σβελτάδα: