Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γρέγος ο [γréγos] Ο18 : (ναυτ.) ο βορειοανατολικός άνεμος.
[αντδ. < βεν. grego -ς < ιταλ. (νότ. διάλ.) greco `βορειοδυτικός άνεμος, που έρχεται από την Ελλάδα΄ < λατ. Graecus < αρχ. Γραικός]
[Λεξικό Κριαρά]
- Γρέγος (I) ο.
-
- Έλληνας:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 52612).
- Η λ. σε τοπων.:
- τον Κάβο Γρέγο (Πορτολ. Α 2293).
[<βεν. Grego. Πβ. και Γραικός.]
- Έλληνας:
[Λεξικό Κριαρά]
- γρέγος (II) ο· γρέος.
-
- α) Άνεμος βορειοανατολικός:
- όταν δε ήθελε γυρίσει γρέος, είχαν μεγάλην στενοχωρίαν (Διήγ. εκρ. Θήρ. 1111)·
- β) (επιρρ.) από ή προς το βορειοανατολικό σημείο του ορίζοντα, βορειοανατολικά:
- οι ξέρες με το κάστρον θωρούν γρέγον γαρμπήν (Πορτολ. Α 258).
[<βεν. grego. Ο τ. στο Somav. II (λ. greco) και σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Somav. (γραί-, λ. γρεγάλης) και σήμ.]
- α) Άνεμος βορειοανατολικός: