Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γράψιμο το [γrápsimo] Ο50 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του γράφω. α. η σύνταξη ενός κειμένου ή η αντιγραφή, ως σχολική άσκηση: Δεν τέλειωσα ακόμα με το ~. β. το προσωπικό στιλ, το ύφος στη συγγραφή ενός κειμένου: Δε μου αρέσει το γράψιμό του. γ. ο γραφικός χαρακτήρας: Kαλλιγραφικό ~.
[μσν. γράψιμο(ν) < γραψ- (γράφω) -ιμο(ν)]
[Λεξικό Κριαρά]
- γράψιμον το· γράψιμο.
-
- 1)
- α) Γράψιμο (ως ενέργεια):
- έμαθα την γραμματικήν, το γράψιμον (Συναδ. φ. 21r)·
- φρ. βάνω εις γράψιμον, βλ. βάνω Ι24β·
- β) έκφρ. με γράψιμον = εγγράφως, γραπτώς:
- (Ασσίζ. 15427)·
- γ) έκφρ. γράψιμο βούλισμα, βλ. βούλισμα.
- α) Γράψιμο (ως ενέργεια):
- 2)
- α) Γραπτό (κείμενο):
- Ωφέλιμα γραψίματα μ’ αγάπη να διαβάζει (Σουμμ., Παστ. φίδ. Αφ. [36])·
- β) έγγραφο (επίσημο):
- γράψιμον της μεγάλης αυλής (Μαχ. 50415)·
- γ) ονομαστική καταγραφή, κατάλογος:
- επήγαν οι άρχοντες … να πάρουν τα πράματα με γράψιμον (Βουστρ. 3029).
- α) Γραπτό (κείμενο):
[<αόρ. του γράφω + κατάλ. ‑ιμον. Η λ. τον 6. αι. και στο Somav. Ο τ. και σήμ.]
- 1)