Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γράφων ο [γráfon] θηλ. γράφουσα [γráfusa] Ο (βλ. Ε12) : 1. (λόγ.) αυτός που γράφει κτ. 2. σε γραπτό λόγο, τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας ενός κειμένου αναφέρεται στον εαυτό του.
[λόγ. < αρχ. γράφων, γράφουσα μεε. του γράφω]