Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γράδο το [γráδo] Ο39 : ο βαθμός πυκνότητας ενός υγρού: Ο μούστος είναι δώδεκα γράδα. || το όργανο με το οποίο μετριέται αυτή η πυκνότητα. ΦΡ ήρθε στα γράδα του, για κπ. ή για κτ. που έρχεται σε κατάσταση ισορροπίας ή που αποκαθίσταται η λειτουργία του.
[ιταλ. (βεν;) grado]
[Λεξικό Κριαρά]
- γράδο(ν) το.
-
- Αξίωμα:
- οι πρόγονοι ηξιώθησαν εις μεγάλες αξίες, … των οποίων αρετές και γράδα να διηγούμαι δεν με φτάνει η ώρα (Μορεζίν., Λόγ. 470).
[<βεν. grado. Η λ. (‑ο) και σήμ.]
- Αξίωμα: