Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γούρνα η [γúrna] Ο25α : μικρή φυσική κοιλότητα, συνήθ. σε πέτρα ή σε βράχο, όπου μαζεύεται νερό. || πέτρινη ή μαρμάρινη λεκάνη που τη χρησιμοποιούσαν για το πότισμα των ζώων. || η κοιλότητα του νεροχύτη ή του νιπτήρα.
[μσν. γούρνα < *γόρν(η) μεταπλ. -α ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [γ] ή του [r] ) < ελνστ. γρώνη `τρύπα, βαθούλωμα΄ με μετάθ. του [r] ]
[Λεξικό Κριαρά]
- γούρνα η.
-
- 1) Δοχείο (ξύλινο ή πέτρινο) για πότισμα ζώων:
- εις τις γούρνες, εις τις ποτίστρες του νερού (Πεντ. Γέν. XXX 38).
- 2) Έκφρ. γούρνα της βάπτισης = κολυμβήθρα·
- (εδώ μεταφ. προκ. για την Παναγία):
- (Ύμν. Παναγ. 9).
- (εδώ μεταφ. προκ. για την Παναγία):
- 3) Μέτρο χωρητικότητας:
- εις την γωνίαν ευρίσκεται μία γούρνα μαρμαρένη και είναι άξαμος του μόδη της Λευκωσίας (Μαχ. 25434).
[<μτγν. ουσ. γρώνη ή <ουσ. γόρνη (5. αι., DGE· πβ. γόρνα, LBG) <λατ. urna (βλ. και Τσοπανάκης 1983: Ι 144, ΙΙ 144). Η λ. τον 5.-6. αι. (DGE), στο LBG και σήμ.]
- 1) Δοχείο (ξύλινο ή πέτρινο) για πότισμα ζώων: