Παράλληλη αναζήτηση
8 εγγραφές [1 - 8] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γούνα η [γúna] Ο25α : α. δέρμα ζώου με μαλακό και πυκνό τρίχωμα: H γάτα καθότανε στον ήλιο και έγλειφε τη ~ της. Zώο πολύτιμο για τη ~ του. β. κατεργασμένη γούνα και ένδυμα από αυτή τη γούνα· γουναρικό: Παλτό / ζακέτα από ~. Εμπόριο γούνας. ΦΡ έχω ράμματα* για τη ~ κάποιου. του ΄καψε τη ~ / του κάηκε η ~, για βλάβη, ζημιά που παθαίνει κάποιος. (δεν) είναι κάποιος της γούνας / της κάπας μου μανίκι*.
γουνίτσα η YΠΟKΟΡ. γουνάκι το YΠΟKΟΡ και εξάρτημα από γούνα, όπως γιακάς, μανσέτες κτλ. [μσν. γούνα < υστλατ. gunna· γούν(α) -ίτσα]
[Λεξικό Κριαρά]
- γούνα η.
-
- 1) Δέρμα ζώου:
- (Ασσίζ. 24211)·
- έκφρ. τινάσσω την γούναν κάπ. = δέρνω αγρίως:
- (Διήγ. παιδ. 177).
- 2) (Συνεκδ.) επανωφόρι από γούνα ή με υπένδυση γούνινη:
- ρούχον πανευμορφότατον εφόρει αποκάτω, χρυσόν άσπρον …, επάνω μετά γούνας (Λίβ. (Lamb.) N 462).
[<μεσν. λατ. gunna. Η λ. τον 8.-9. αι. (Lampe· βλ. και DGE, λ. ‑νν‑, LBG) και σήμ.]
- 1) Δέρμα ζώου:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γουναράδικο το [γunaráδiko] Ο41 : εργαστήριο όπου γίνεται κατεργασία και ραφή γουναρικών. || κατάστημα γουναρικών.
[γουναρ(άς) -άδικο]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γουναράς ο [γunarás] Ο1 : τεχνίτης, βιομήχανος ή έμπορος γούνας: Οι γουναράδες της Kαστοριάς.
[μσν. *γουνάρ(ης) μεταπλ. κατά τα επαγγελμ. -άς < γουνάριος (αποβ. του [o] για αποφυγή της χασμ.) < γούν(α) -άριος]
[Λεξικό Κριαρά]
- γουναράς ο.
-
- Γουναράς·
- (στον πληθ.) ως όνομα συνοικίας των Σερρών:
- εις τον Άγιον Γεώργιον τους Γουναράδες (Συναδ. φ. 21r).
- (στον πληθ.) ως όνομα συνοικίας των Σερρών:
[<ουσ. γούνα + κατάλ. ‑αράς. Η λ. και σήμ.]
- Γουναράς·
[Λεξικό Κριαρά]
- γουνάρης ο· γούναρης.
-
- Γουναράς:
- επέθανεν ένας παιδίος Φλαμίγκος γουνάρης (Μαχ. 63419).
[<ουσ. γουνάριος (5.-6. αι., LBG· βλ. και DGE, L‑S Suppl.) <ουσ. γούνα + κατάλ. ‑άριος. Ο τ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ. Τ. ‑νν‑ σήμ. κυπρ. (ΙΛ, λ. γού‑). Η λ. το 14. αι. (LBG)]
- Γουναράς:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γουναρικό το [γunarikó] Ο38 : ένδυμα από κατεργασμένη γούνα, κυρίως παλτό ή ζακέτα: Εμπόριο γουναρικών.
[γουναρ(άς) -ικό, ουδ. του -ικός]
[Λεξικό Κριαρά]
- γούνατο το,
- βλ. γόνατον.